- πυρογενής
- (I)-ές, ΝΑβλ. πυριγενής.————————(II)-ές, Απαρασκευασμένος από σιτάρι, σταρένιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσο-γενής, πετρο-γενής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρογενής — πῡρογενής , πυρογενής fire born masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρογενῆ — πῡρογενῆ , πυρογενής fire born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πῡρογενῆ , πυρογενής fire born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πῡρογενῆ , πυρογενής fire born masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτογενής — αὐτογενής, ές (AM) αυτός που δεν οφείλει τη γένεσή του ή την κατασκευή του σε άλλον αρχ. 1. συγγενής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐτογενές ο νάρκισσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + γενής < γένος < γίγνομαι (πρβλ. αυθιγενής, πυρογενής, υστερογενής… … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
πυριγενής — και πυρογενής, ές, ΝΑ (για εργαλεία, όργανα) αυτός που σφυρηλατήθηκε ή κατεργάστηκε με τη χρήση φωτιάς νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται, παράγεται ή σχηματίζεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία 2. φρ. «πυριγενή πετρώματα» (πετρογρ.) παλαιότερη ονομασία τών … Dictionary of Greek